Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐκοινώνητος
εὐκολίᾱ
εὔκολος
εὐκομιδέστατος
εὔκομπος
εὔκοπος
εὐκόσμητος
εὐκοσμίᾱ
εὔκοσμος
ἐυκρᾱής
εὔκραιρος
εὐκρᾱ́ς
εὐκρᾱσίᾱ
εὔκρᾱτος
ἐύκρεκτος
εὔκρηνος
εὔκρῑθος
εὐκρινέω
εὐκρινής
εὔκριτος
εὐκρότητος
View word page
εὔ-κραιρος
εὔ-κραιροςονep.Ion.ἐύκραιροςη ονadjreltd.κέρας of cowswith fine hornshHom. A.

ShortDef

with fine horns

Debugging

Headword:
εὔκραιρος
Headword (normalized):
εὔκραιρος
Headword (normalized/stripped):
ευκραιρος
IDX:
16161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16162
Key:
εὔκραιρος

Data

{'headword_display': '<b>εὔ-κραιρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὔ-κραιρος</HL><Infl>ον</Infl><VL><Lbl>ep.Ion.</Lbl><FmHL>ἐύκραιρος</FmHL><VInfl><FmInfl>η ον</FmInfl></VInfl></VL><PS>adj</PS><Ety>reltd.<Ref>κέρας</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of cows</Indic><Tr>with fine horns</Tr><Au>hHom. A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὔκραιρος'}