Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐκέλαδος
εὔκερως
εὐκηλήτειρα
εὔκηλος
εὐκῑνησίᾱ
εὐκῑ́νητος
εὐκῑ́ων
εὐκλεής
εὔκλεια
εὐκλεΐζω
ἐύκλωστος
ἐυκνήμῑς
εὐκοινόμητις
εὐκοινώνητος
εὐκολίᾱ
εὔκολος
εὐκομιδέστατος
εὔκομπος
εὔκοπος
εὐκόσμητος
εὐκοσμίᾱ
View word page
ἐύ-κλωστος
ἐύ-κλωστοςονep.adjκλωστός of a tunicwell-spunhHom.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐύκλωστος
Headword (normalized):
ἐύκλωστος
Headword (normalized/stripped):
ευκλωστος
IDX:
16148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16149
Key:
ἐύκλωστος

Data

{'headword_display': '<b>ἐύ-κλωστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐύ-κλωστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>ep.adj</PS><Ety><Ref>κλωστός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a tunic</Indic><Tr>well-spun</Tr><Au>hHom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐύκλωστος'}