Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐκάρπεια
εὔκαρπος
εὐκαταγώνιστος
εὐκατακράτητος
εὐκατάλλακτος
εὐκατάλυτος
εὐκατανόητος
εὐκατάφορος
εὐκαταφρόνητος
εὐκατέργαστος
εὐκατηγόρητος
εὐκέατος
εὐκέλαδος
εὔκερως
εὐκηλήτειρα
εὔκηλος
εὐκῑνησίᾱ
εὐκῑ́νητος
εὐκῑ́ων
εὐκλεής
εὔκλεια
View word page
εὐ-κατηγόρητος
εὐ-κατηγόρητοςονadjκατηγορέω of a city, a people, passages in a willeasy to bring a charge againstopen to accusationcensureTh. Plb. Plu.

ShortDef

easy to blame, open to accusation

Debugging

Headword:
εὐκατηγόρητος
Headword (normalized):
εὐκατηγόρητος
Headword (normalized/stripped):
ευκατηγορητος
IDX:
16136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16137
Key:
εὐκατηγόρητος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-κατηγόρητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-κατηγόρητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κατηγορέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a city, a people, passages in a will</Indic><Def>easy to bring a charge against</Def><Tr>open to accusation<or/>censure</Tr><Au>Th. Plb. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐκατηγόρητος'}