Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐκαμπής
εὐκάρδιος
εὐκάρπεια
εὔκαρπος
εὐκαταγώνιστος
εὐκατακράτητος
εὐκατάλλακτος
εὐκατάλυτος
εὐκατανόητος
εὐκατάφορος
εὐκαταφρόνητος
εὐκατέργαστος
εὐκατηγόρητος
εὐκέατος
εὐκέλαδος
εὔκερως
εὐκηλήτειρα
εὔκηλος
εὐκῑνησίᾱ
εὐκῑ́νητος
εὐκῑ́ων
View word page
εὐ-καταφρόνητος
εὐ-καταφρόνητοςονadjκαταφρονέω of persons or thingseasy to look down on, contemptibleX. D. Arist. Men. Plb. Plu. εὐκαταφρονήτωςadvin a manner provoking contemptref. to playing the aulosPlu.

ShortDef

easy to be despised, contemptible, despicable

Debugging

Headword:
εὐκαταφρόνητος
Headword (normalized):
εὐκαταφρόνητος
Headword (normalized/stripped):
ευκαταφρονητος
IDX:
16134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16135
Key:
εὐκαταφρόνητος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-καταφρόνητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-καταφρόνητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καταφρονέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons or things</Indic><Tr>easy to look down on, contemptible</Tr><Au>X. D. Arist. Men. Plb. Plu.</Au></aS1> <Adv><vHG><HL>εὐκαταφρονήτως</HL><PS>adv</PS></vHG><advS1><Tr>in a manner provoking contempt</Tr><ModVb>ref. to playing the aulos<Au>Plu.</Au></ModVb></advS1> </Adv></AE>', 'key': 'εὐκαταφρόνητος'}