Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐκάματος
εὐκαμπής
εὐκάρδιος
εὐκάρπεια
εὔκαρπος
εὐκαταγώνιστος
εὐκατακράτητος
εὐκατάλλακτος
εὐκατάλυτος
εὐκατανόητος
εὐκατάφορος
εὐκαταφρόνητος
εὐκατέργαστος
εὐκατηγόρητος
εὐκέατος
εὐκέλαδος
εὔκερως
εὐκηλήτειρα
εὔκηλος
εὐκῑνησίᾱ
εὐκῑ́νητος
View word page
εὐ-κατάφορος
εὐ-κατάφοροςονadjκαταφέρω of personseasily carried alonginclined, pronew. πρός + acc.to sthg.Arist.

ShortDef

prone towards

Debugging

Headword:
εὐκατάφορος
Headword (normalized):
εὐκατάφορος
Headword (normalized/stripped):
ευκαταφορος
IDX:
16133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16134
Key:
εὐκατάφορος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-κατάφορος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-κατάφορος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καταφέρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Def>easily carried along</Def><Tr>inclined, prone<Expl><GLbl>w. <Ref>πρός</Ref> + acc.</GLbl>to sthg.</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐκατάφορος'}