Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐκαιρίᾱ
εὔκαιρος
εὔκᾱλος
εὐκάματος
εὐκαμπής
εὐκάρδιος
εὐκάρπεια
εὔκαρπος
εὐκαταγώνιστος
εὐκατακράτητος
εὐκατάλλακτος
εὐκατάλυτος
εὐκατανόητος
εὐκατάφορος
εὐκαταφρόνητος
εὐκατέργαστος
εὐκατηγόρητος
εὐκέατος
εὐκέλαδος
εὔκερως
εὐκηλήτειρα
View word page
εὐ-κατάλλακτος
εὐ-κατάλλακτοςονadjκαταλλάσσω of personseasy to bring roundappease, easily placatedArist.

ShortDef

easily appeased, placable

Debugging

Headword:
εὐκατάλλακτος
Headword (normalized):
εὐκατάλλακτος
Headword (normalized/stripped):
ευκαταλλακτος
IDX:
16130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16131
Key:
εὐκατάλλακτος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-κατάλλακτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-κατάλλακτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καταλλάσσω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>easy to bring round<or/>appease, easily placated</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐκατάλλακτος'}