Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐκαιρέω
εὐκαιρίᾱ
εὔκαιρος
εὔκᾱλος
εὐκάματος
εὐκαμπής
εὐκάρδιος
εὐκάρπεια
εὔκαρπος
εὐκαταγώνιστος
εὐκατακράτητος
εὐκατάλλακτος
εὐκατάλυτος
εὐκατανόητος
εὐκατάφορος
εὐκαταφρόνητος
εὐκατέργαστος
εὐκατηγόρητος
εὐκέατος
εὐκέλαδος
εὔκερως
View word page
εὐ-κατακράτητος
εὐ-κατακράτητοςονadjκατακρατέω of a placeeasy to controlPlb.

ShortDef

easy to hold

Debugging

Headword:
εὐκατακράτητος
Headword (normalized):
εὐκατακράτητος
Headword (normalized/stripped):
ευκατακρατητος
IDX:
16129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16130
Key:
εὐκατακράτητος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-κατακράτητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-κατακράτητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κατακρατέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a place</Indic><Tr>easy to control</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐκατακράτητος'}