Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄτμητος
ἀτμίζω
ἀτμίς
ἀτμός
ἄτοιχος
ἄτοκος
ἀτόλμᾱτος
ἀτολμίᾱ
ἄτολμος
ἄτομος
ἀτονέω
ἀτόνως
ἀτοπίᾱ
ἄτοπος
ἆτος
ἀτράγῳδος
ἄτρακτος
ἀτρακτυλλίς
ἀτραπιτός
ἀτραπός
Ἀτρείδης
View word page
ἀτονέω
ἀτονέωcontr.vbτόνος of a horsebe wearyPlu.

ShortDef

to be relaxed, exhausted

Debugging

Headword:
ἀτονέω
Headword (normalized):
ἀτονέω
Headword (normalized/stripped):
ατονεω
IDX:
1612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1613
Key:
ἀτονέω

Data

{'headword_display': '<b>ἀτονέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀτονέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>τόνος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of a horse</Indic><Tr>be weary</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀτονέω'}