Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὔιππος
εὐιώτης
εὐκαθαίρετος
εὐκάθεκτος
εὐκαιρέω
εὐκαιρίᾱ
εὔκαιρος
εὔκᾱλος
εὐκάματος
εὐκαμπής
εὐκάρδιος
εὐκάρπεια
εὔκαρπος
εὐκαταγώνιστος
εὐκατακράτητος
εὐκατάλλακτος
εὐκατάλυτος
εὐκατανόητος
εὐκατάφορος
εὐκαταφρόνητος
εὐκατέργαστος
View word page
εὐ-κάρδιος
εὐ-κάρδιοςονadjκαρδίᾱ of a personstout-hearted, braveS. E.of a horseX. εὐκαρδίωςadv bravelyref. to offering one's neck in sacrificeE.

ShortDef

good of heart, stout-hearted

Debugging

Headword:
εὐκάρδιος
Headword (normalized):
εὐκάρδιος
Headword (normalized/stripped):
ευκαρδιος
IDX:
16125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16126
Key:
εὐκάρδιος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-κάρδιος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>εὐ-κάρδιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καρδίᾱ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>stout-hearted, brave</Tr><Au>S. E.</Au><aS2><Indic>of a horse</Indic><Au>X.</Au></aS2></aS1> <Adv><vHG><HL>εὐκαρδίως</HL><PS>adv</PS></vHG> <advS1><Tr>bravely</Tr><ModVb>ref. to offering one's neck in sacrifice<Au>E.</Au></ModVb></advS1> </Adv></AE>", 'key': 'εὐκάρδιος'}