Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐίερος
Εὔιος
εὔιππος
εὐιώτης
εὐκαθαίρετος
εὐκάθεκτος
εὐκαιρέω
εὐκαιρίᾱ
εὔκαιρος
εὔκᾱλος
εὐκάματος
εὐκαμπής
εὐκάρδιος
εὐκάρπεια
εὔκαρπος
εὐκαταγώνιστος
εὐκατακράτητος
εὐκατάλλακτος
εὐκατάλυτος
εὐκατανόητος
εὐκατάφορος
View word page
εὐ-κάματος
εὐ-κάματοςονadj of weariness, in the service of Dionysusthat is joyful wearinessE.

ShortDef

of easy labour, easy

Debugging

Headword:
εὐκάματος
Headword (normalized):
εὐκάματος
Headword (normalized/stripped):
ευκαματος
IDX:
16123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16124
Key:
εὐκάματος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-κάματος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-κάματος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of weariness, in the service of Dionysus</Indic><Tr>that is joyful weariness</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐκάματος'}