Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὔθῡμος
εὔθῡνα
εὔθῡνος
εὐθυντήρ
εὐθυντήριος
εὐθυντής
εὐθυντικός
εὐθῡ́νω
εὐθυόνειρος
εὐθυπλοκίᾱ
εὐθύπνοος
εὐθυπομπός
εὐθυπορέω
εὐθύπορος
εὐθυρρημονέω
εὔθυρσος
εὐθύς
εὐθύτης
εὐθύτομος
εὐθυφερής
εὐθύφρων
View word page
εὐθύ-πνοος
εὐθύ-πνοοςονadjπνοή of a windblowing directlyunswervingPi.

ShortDef

straight-blowing

Debugging

Headword:
εὐθύπνοος
Headword (normalized):
εὐθύπνοος
Headword (normalized/stripped):
ευθυπνοος
IDX:
16098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16099
Key:
εὐθύπνοος

Data

{'headword_display': '<b>εὐθύ-πνοος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐθύ-πνοος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πνοή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a wind</Indic><Def>blowing directly</Def><Tr>unswerving</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐθύπνοος'}