Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐθῡμέω
εὐθῡμίᾱ
εὔθῡμος
εὔθῡνα
εὔθῡνος
εὐθυντήρ
εὐθυντήριος
εὐθυντής
εὐθυντικός
εὐθῡ́νω
εὐθυόνειρος
εὐθυπλοκίᾱ
εὐθύπνοος
εὐθυπομπός
εὐθυπορέω
εὐθύπορος
εὐθυρρημονέω
εὔθυρσος
εὐθύς
εὐθύτης
εὐθύτομος
View word page
εὐθυ-όνειρος
εὐθυ-όνειροςονadj having vividgood dreamsArist.

ShortDef

dreaming vividly

Debugging

Headword:
εὐθυόνειρος
Headword (normalized):
εὐθυόνειρος
Headword (normalized/stripped):
ευθυονειρος
IDX:
16096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16097
Key:
εὐθυόνειρος

Data

{'headword_display': '<b>εὐθυ-όνειρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐθυ-όνειρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Tr>having vivid<or/>good dreams</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐθυόνειρος'}