Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐθυμάχᾱς
εὐθυμαχίᾱ
εὐθῡμέω
εὐθῡμίᾱ
εὔθῡμος
εὔθῡνα
εὔθῡνος
εὐθυντήρ
εὐθυντήριος
εὐθυντής
εὐθυντικός
εὐθῡ́νω
εὐθυόνειρος
εὐθυπλοκίᾱ
εὐθύπνοος
εὐθυπομπός
εὐθυπορέω
εὐθύπορος
εὐθυρρημονέω
εὔθυρσος
εὐθύς
View word page
εὐθυντικός
εὐθυντικόςή όνadjof a courtfor examinationauditof public officialsArist.

ShortDef

of or for the conduct of εὔθυνα

Debugging

Headword:
εὐθυντικός
Headword (normalized):
εὐθυντικός
Headword (normalized/stripped):
ευθυντικος
IDX:
16094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16095
Key:
εὐθυντικός

Data

{'headword_display': '<b>εὐθυντικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐθυντικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a court</Indic><Tr>for examination<or/>audit<Expl>of public officials</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐθυντικός'}