Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀδιαχώριστος
ἀτλητέω
ἄτλητος
ἀτμήν
ἄτμητος
ἀτμίζω
ἀτμίς
ἀτμός
ἄτοιχος
ἄτοκος
ἀτόλμᾱτος
ἀτολμίᾱ
ἄτολμος
ἄτομος
ἀτονέω
ἀτόνως
ἀτοπίᾱ
ἄτοπος
ἆτος
ἀτράγῳδος
ἄτρακτος
View word page
ἀ-τόλμᾱτος
τόλμᾱτοςονdial.adjτολμητός of a hardshipunendurablePi.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀτόλμᾱτος
Headword (normalized):
ἀτόλμᾱτος
Headword (normalized/stripped):
ατολματος
IDX:
1608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1609
Key:
ἀτόλμᾱτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-τόλμᾱτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>τόλμᾱτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>dial.adj</PS><Ety><Ref>τολμητός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a hardship</Indic><Tr>unendurable</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀτόλμᾱτος'}