Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὔθροος
εὔθρυπτος
εὐθύ
εὐθυβολίᾱ
εὐθύγλωσσος
εὐθύγραμμος
εὐθυδίκαιος
εὐθυδικίᾱ
εὐθύδικος
εὐθυδρομέω
εὐθυθάνατος
εὐθυμάχᾱς
εὐθυμαχίᾱ
εὐθῡμέω
εὐθῡμίᾱ
εὔθῡμος
εὔθῡνα
εὔθῡνος
εὐθυντήρ
εὐθυντήριος
εὐθυντής
View word page
εὐθυ-θάνατος
εὐθυ-θάνατοςονadj of a sword-strokeimmediately fatalPlu.

ShortDef

quick-killing, mortal

Debugging

Headword:
εὐθυθάνατος
Headword (normalized):
εὐθυθάνατος
Headword (normalized/stripped):
ευθυθανατος
IDX:
16083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16084
Key:
εὐθυθάνατος

Data

{'headword_display': '<b>εὐθυ-θάνατος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐθυ-θάνατος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a sword-stroke</Indic><Tr>immediately fatal</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐθυθάνατος'}