Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὔθριγκος
εὔθριξ
εὔθρονος
εὔθροος
εὔθρυπτος
εὐθύ
εὐθυβολίᾱ
εὐθύγλωσσος
εὐθύγραμμος
εὐθυδίκαιος
εὐθυδικίᾱ
εὐθύδικος
εὐθυδρομέω
εὐθυθάνατος
εὐθυμάχᾱς
εὐθυμαχίᾱ
εὐθῡμέω
εὐθῡμίᾱ
εὔθῡμος
εὔθῡνα
εὔθῡνος
View word page
εὐθυδικίᾱ
εὐθυδικίᾱᾱςfδίκη immediate trial of a lawsuitopp. dispute about its admissibility, entailing διαμαρτυρία or παραγραφήIs. D.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐθυδικίᾱ
Headword (normalized):
εὐθυδικίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ευθυδικια
IDX:
16080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16081
Key:
εὐθυδικίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>εὐθυδικίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>εὐθυδικίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>δίκη</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>immediate trial of a lawsuit<Expl>opp. dispute about its admissibility, entailing <Ref>διαμαρτυρία</Ref> or <Ref>παραγραφή</Ref></Expl></Tr><Au>Is. D.</Au></nS1></NE>', 'key': 'εὐθυδικίᾱ'}