Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐθορύβητος
εὔθραυστος
εὔθριγκος
εὔθριξ
εὔθρονος
εὔθροος
εὔθρυπτος
εὐθύ
εὐθυβολίᾱ
εὐθύγλωσσος
εὐθύγραμμος
εὐθυδίκαιος
εὐθυδικίᾱ
εὐθύδικος
εὐθυδρομέω
εὐθυθάνατος
εὐθυμάχᾱς
εὐθυμαχίᾱ
εὐθῡμέω
εὐθῡμίᾱ
εὔθῡμος
View word page
εὐθύ-γραμμος
εὐθύ-γραμμοςονadjγραμμή of geometrical figureshaving straight linesrectilinearArist.

ShortDef

rectilinear figure

Debugging

Headword:
εὐθύγραμμος
Headword (normalized):
εὐθύγραμμος
Headword (normalized/stripped):
ευθυγραμμος
IDX:
16078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16079
Key:
εὐθύγραμμος

Data

{'headword_display': '<b>εὐθύ-γραμμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐθύ-γραμμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γραμμή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of geometrical figures</Indic><Def>having straight lines</Def><Tr>rectilinear</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐθύγραμμος'}