Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐθνήσιμος
εὔθοινος
εὐθορύβητος
εὔθραυστος
εὔθριγκος
εὔθριξ
εὔθρονος
εὔθροος
εὔθρυπτος
εὐθύ
εὐθυβολίᾱ
εὐθύγλωσσος
εὐθύγραμμος
εὐθυδίκαιος
εὐθυδικίᾱ
εὐθύδικος
εὐθυδρομέω
εὐθυθάνατος
εὐθυμάχᾱς
εὐθυμαχίᾱ
εὐθῡμέω
View word page
εὐθυβολίᾱ
εὐθυβολίᾱᾱςfεὐθύςβάλλω straightness of aimof missilesPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐθυβολίᾱ
Headword (normalized):
εὐθυβολίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ευθυβολια
IDX:
16076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16077
Key:
εὐθυβολίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>εὐθυβολίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>εὐθυβολίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>εὐθύς</Ref><Ref>βάλλω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>straightness of aim<Expl>of missiles</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'εὐθυβολίᾱ'}