Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐθημοσύνη
εὐθήμων
εὐθηνέω
εὐθήρᾱτος
εὔθηρος
εὔθικτος
εὐθνήσιμος
εὔθοινος
εὐθορύβητος
εὔθραυστος
εὔθριγκος
εὔθριξ
εὔθρονος
εὔθροος
εὔθρυπτος
εὐθύ
εὐθυβολίᾱ
εὐθύγλωσσος
εὐθύγραμμος
εὐθυδίκαιος
εὐθυδικίᾱ
View word page
εὔ-θριγκος
εὔ-θριγκοςονadjθριγκός of a palacewith fine cornicesE.

ShortDef

well-coped

Debugging

Headword:
εὔθριγκος
Headword (normalized):
εὔθριγκος
Headword (normalized/stripped):
ευθριγκος
IDX:
16070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16071
Key:
εὔθριγκος

Data

{'headword_display': '<b>εὔ-θριγκος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὔ-θριγκος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θριγκός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a palace</Indic><Tr>with fine cornices</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὔθριγκος'}