Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὔθηλος
εὐθημοσύνη
εὐθήμων
εὐθηνέω
εὐθήρᾱτος
εὔθηρος
εὔθικτος
εὐθνήσιμος
εὔθοινος
εὐθορύβητος
εὔθραυστος
εὔθριγκος
εὔθριξ
εὔθρονος
εὔθροος
εὔθρυπτος
εὐθύ
εὐθυβολίᾱ
εὐθύγλωσσος
εὐθύγραμμος
εὐθυδίκαιος
View word page
εὔ-θραυστος
εὔ-θραυστοςονadjθραύω of a wooden naileasily brokenPlu.

ShortDef

easily injured

Debugging

Headword:
εὔθραυστος
Headword (normalized):
εὔθραυστος
Headword (normalized/stripped):
ευθραυστος
IDX:
16069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16070
Key:
εὔθραυστος

Data

{'headword_display': '<b>εὔ-θραυστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὔ-θραυστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θραύω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a wooden nail</Indic><Tr>easily broken</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὔθραυστος'}