Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐθέως
εὔθηλος
εὐθημοσύνη
εὐθήμων
εὐθηνέω
εὐθήρᾱτος
εὔθηρος
εὔθικτος
εὐθνήσιμος
εὔθοινος
εὐθορύβητος
εὔθραυστος
εὔθριγκος
εὔθριξ
εὔθρονος
εὔθροος
εὔθρυπτος
εὐθύ
εὐθυβολίᾱ
εὐθύγλωσσος
εὐθύγραμμος
View word page
εὐ-θορύβητος
εὐ-θορύβητοςονadjθορυβέω of a person's temperamenteasily unsettledPlu.

ShortDef

easily confounded

Debugging

Headword:
εὐθορύβητος
Headword (normalized):
εὐθορύβητος
Headword (normalized/stripped):
ευθορυβητος
IDX:
16068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16069
Key:
εὐθορύβητος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-θορύβητος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>εὐ-θορύβητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θορυβέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person's temperament</Indic><Tr>easily unsettled</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>", 'key': 'εὐθορύβητος'}