Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὔθετος
εὐθεώρητος
εὐθέως
εὔθηλος
εὐθημοσύνη
εὐθήμων
εὐθηνέω
εὐθήρᾱτος
εὔθηρος
εὔθικτος
εὐθνήσιμος
εὔθοινος
εὐθορύβητος
εὔθραυστος
εὔθριγκος
εὔθριξ
εὔθρονος
εὔθροος
εὔθρυπτος
εὐθύ
εὐθυβολίᾱ
View word page
εὐ-θνήσιμος
εὐ-θνήσιμοςονadjθνῄσκω quasi-advbl., of blood pouring forthin an easy deathA.

ShortDef

in or with easy death

Debugging

Headword:
εὐθνήσιμος
Headword (normalized):
εὐθνήσιμος
Headword (normalized/stripped):
ευθνησιμος
IDX:
16066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16067
Key:
εὐθνήσιμος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-θνήσιμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-θνήσιμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θνῄσκω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>quasi-advbl., of blood pouring forth</Indic><Tr>in an easy death</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐθνήσιμος'}