Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐθετίζω
εὔθετος
εὐθεώρητος
εὐθέως
εὔθηλος
εὐθημοσύνη
εὐθήμων
εὐθηνέω
εὐθήρᾱτος
εὔθηρος
εὔθικτος
εὐθνήσιμος
εὔθοινος
εὐθορύβητος
εὔθραυστος
εὔθριγκος
εὔθριξ
εὔθρονος
εὔθροος
εὔθρυπτος
εὐθύ
View word page
εὔ-θικτος
εὔ-θικτοςονadjθιγγάνω having a ready touchquick, sharpin reparteePlb.

ShortDef

touching the point, clever

Debugging

Headword:
εὔθικτος
Headword (normalized):
εὔθικτος
Headword (normalized/stripped):
ευθικτος
IDX:
16065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16066
Key:
εὔθικτος

Data

{'headword_display': '<b>εὔ-θικτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὔ-θικτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θιγγάνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>having a ready touch</Def><Tr>quick, sharp<Expl>in repartee</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὔθικτος'}