Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐθαρσής
εὐθεῖα
εὐθενέω
εὐθενίᾱ
εὐθεράπευτος
εὐθετίζω
εὔθετος
εὐθεώρητος
εὐθέως
εὔθηλος
εὐθημοσύνη
εὐθήμων
εὐθηνέω
εὐθήρᾱτος
εὔθηρος
εὔθικτος
εὐθνήσιμος
εὔθοινος
εὐθορύβητος
εὔθραυστος
εὔθριγκος
View word page
εὐθημοσύνη
εὐθημοσύνηηςfεὐθήμων good management, orderlinessHes. X.

ShortDef

good management

Debugging

Headword:
εὐθημοσύνη
Headword (normalized):
εὐθημοσύνη
Headword (normalized/stripped):
ευθημοσυνη
IDX:
16060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16061
Key:
εὐθημοσύνη

Data

{'headword_display': '<b>εὐθημοσύνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>εὐθημοσύνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>εὐθήμων</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>good management, orderliness</Tr><Au>Hes. X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'εὐθημοσύνη'}