Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐθαρσέω
εὐθαρσής
εὐθεῖα
εὐθενέω
εὐθενίᾱ
εὐθεράπευτος
εὐθετίζω
εὔθετος
εὐθεώρητος
εὐθέως
εὔθηλος
εὐθημοσύνη
εὐθήμων
εὐθηνέω
εὐθήρᾱτος
εὔθηρος
εὔθικτος
εὐθνήσιμος
εὔθοινος
εὐθορύβητος
εὔθραυστος
View word page
εὔ-θηλος
εὔ-θηλοςονadjθηλή of a cow or calfbig-udderedE.

ShortDef

with distended udder

Debugging

Headword:
εὔθηλος
Headword (normalized):
εὔθηλος
Headword (normalized/stripped):
ευθηλος
IDX:
16059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16060
Key:
εὔθηλος

Data

{'headword_display': '<b>εὔ-θηλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὔ-θηλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θηλή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a cow or calf</Indic><Tr>big-uddered</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὔθηλος'}