Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐθαλής
εὐθᾱλής
εὐθανασίᾱ
εὐθανατέω
εὐθανάτως
εὐθαρσέω
εὐθαρσής
εὐθεῖα
εὐθενέω
εὐθενίᾱ
εὐθεράπευτος
εὐθετίζω
εὔθετος
εὐθεώρητος
εὐθέως
εὔθηλος
εὐθημοσύνη
εὐθήμων
εὐθηνέω
εὐθήρᾱτος
εὔθηρος
View word page
εὐ-θεράπευτος
εὐ-θεράπευτοςονadjθεραπευτός of personseasily won overX.

ShortDef

easily won by kindness

Debugging

Headword:
εὐθεράπευτος
Headword (normalized):
εὐθεράπευτος
Headword (normalized/stripped):
ευθεραπευτος
IDX:
16054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16055
Key:
εὐθεράπευτος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-θεράπευτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-θεράπευτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θεραπευτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>easily won over</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐθεράπευτος'}