Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐήμερος
εὐήνεμος
εὐήνιος
Εὔηνος
εὐήνωρ
εὐηπελίᾱ
εὐήρατος
εὐήρετμος
εὐήρης
εὐήρυτος
εὐήτριος
εὐηφενής
εὐηχής
εὐθάλασσος
εὐθαλής
εὐθᾱλής
εὐθανασίᾱ
εὐθανατέω
εὐθανάτως
εὐθαρσέω
εὐθαρσής
View word page
εὐ-ήτριος
εὐ-ήτριοςονadjἤτριον of a fabricwell-wovenPl.

ShortDef

with good thread, well-woven
[lexical cite]

Debugging

Headword:
εὐήτριος
Headword (normalized):
εὐήτριος
Headword (normalized/stripped):
ευητριος
IDX:
16040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16041
Key:
εὐήτριος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-ήτριος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-ήτριος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἤτριον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a fabric</Indic><Tr>well-woven</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐήτριος'}