Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐέφοδος
εὐζηλίᾱ
ἐύζυγος
εὐζωίᾱ
εὔζωνος
εὔζωρος
εὐηγενής
εὐηγεσίη
εὐήθεια
εὐήθης
εὐηθίζομαι
εὐηθικός
εὐηκής
εὐήκης
εὐήκοος
εὐήλατος
εὐῆλιξ
εὐήλιος
εὐημερέω
εὐημέρημα
εὐημερίᾱ
View word page
εὐηθίζομαι
εὐηθίζομαιmid.vb behave simple-mindedlyPl.

ShortDef

to play the fool

Debugging

Headword:
εὐηθίζομαι
Headword (normalized):
εὐηθίζομαι
Headword (normalized/stripped):
ευηθιζομαι
IDX:
16019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16020
Key:
εὐηθίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>εὐηθίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>εὐηθίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>behave simple-mindedly</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'εὐηθίζομαι'}