Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀδιάπλαστος
ἀδιάπτωτος
ἀδιάσπαστος
ἀδιάφθαρτος
ἀδιάφθορος
ἀδιαφορέω
ἀδιάφορος
ἀδιαχώριστος
ἀτλητέω
ἄτλητος
ἀτμήν
ἄτμητος
ἀτμίζω
ἀτμίς
ἀτμός
ἄτοιχος
ἄτοκος
ἀτόλμᾱτος
ἀτολμίᾱ
ἄτολμος
ἄτομος
View word page
ἀτμήν
ἀτμήνένοςm slaveCall.

ShortDef

a slave, servant

Debugging

Headword:
ἀτμήν
Headword (normalized):
ἀτμήν
Headword (normalized/stripped):
ατμην
IDX:
1601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1602
Key:
ἀτμήν

Data

{'headword_display': '<b>ἀτμήν</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀτμήν</HL><Infl>ένος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>slave</Tr><Au>Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀτμήν'}