Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀδίαντος
ἀδιάπαυστος
ἀδιάπλαστος
ἀδιάπτωτος
ἀδιάσπαστος
ἀδιάφθαρτος
ἀδιάφθορος
ἀδιαφορέω
ἀδιάφορος
ἀδιαχώριστος
ἀτλητέω
ἄτλητος
ἀτμήν
ἄτμητος
ἀτμίζω
ἀτμίς
ἀτμός
ἄτοιχος
ἄτοκος
ἀτόλμᾱτος
ἀτολμίᾱ
View word page
ἀτλητέω
ἀτλητέωcontr.vbἄτλητος be unable to endurebe indignantabout an insultS.

ShortDef

to be unable to bear

Debugging

Headword:
ἀτλητέω
Headword (normalized):
ἀτλητέω
Headword (normalized/stripped):
ατλητεω
IDX:
1599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1600
Key:
ἀτλητέω

Data

{'headword_display': '<b>ἀτλητέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀτλητέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ἄτλητος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Def>be unable to endure</Def><vS2><Tr>be indignant<Expl>about an insult</Expl></Tr><Au>S.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀτλητέω'}