Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐεξαπάτητος
εὐεξέλεγκτος
εὐεξίᾱ
εὐέξοδος
εὐεπαγωγός
εὐεπακολούθητος
εὐέπεια
εὐεπής
εὐεπιβουλευτότερος
εὐεπίθετος
εὐεπίληπτος
εὐεργεσίᾱ
εὐεργετέω
εὐεργέτημα
εὐεργέτης
εὐεργετικός
εὐεργέτις
εὐεργής
εὐεργός
εὐέρκεια
εὐερκής
View word page
εὐ-επίληπτος
εὐ-επίληπτοςονadj of an actionopen to criticismPlb.

ShortDef

open to censure

Debugging

Headword:
εὐεπίληπτος
Headword (normalized):
εὐεπίληπτος
Headword (normalized/stripped):
ευεπιληπτος
IDX:
15992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15993
Key:
εὐεπίληπτος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-επίληπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-επίληπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of an action</Indic><Tr>open to criticism</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐεπίληπτος'}