Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀδιανόητος
ἀδίαντος
ἀδιάπαυστος
ἀδιάπλαστος
ἀδιάπτωτος
ἀδιάσπαστος
ἀδιάφθαρτος
ἀδιάφθορος
ἀδιαφορέω
ἀδιάφορος
ἀδιαχώριστος
ἀτλητέω
ἄτλητος
ἀτμήν
ἄτμητος
ἀτμίζω
ἀτμίς
ἀτμός
ἄτοιχος
ἄτοκος
ἀτόλμᾱτος
View word page
ἀ-διαχώριστος
ἀ-διαχώριστοςονadjδιαχωρίζω of the properties of a curved lineinseparableArist.

ShortDef

unseparated, undistinguished

Debugging

Headword:
ἀδιαχώριστος
Headword (normalized):
ἀδιαχώριστος
Headword (normalized/stripped):
αδιαχωριστος
IDX:
1598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1599
Key:
ἀδιαχώριστος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-διαχώριστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-διαχώριστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>διαχωρίζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the properties of a curved line</Indic><Tr>inseparable</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀδιαχώριστος'}