Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐέλεγκτος
εὔελπις
εὐελπιστίᾱ
εὐέμβολος
εὐεξάλειπτος
εὐεξαπάτητος
εὐεξέλεγκτος
εὐεξίᾱ
εὐέξοδος
εὐεπαγωγός
εὐεπακολούθητος
εὐέπεια
εὐεπής
εὐεπιβουλευτότερος
εὐεπίθετος
εὐεπίληπτος
εὐεργεσίᾱ
εὐεργετέω
εὐεργέτημα
εὐεργέτης
εὐεργετικός
View word page
εὐ-επακολούθητος
εὐ-επακολούθητοςονadjἐπακολουθέω of a method of reasoningeasy to followArist.

ShortDef

easy to follow

Debugging

Headword:
εὐεπακολούθητος
Headword (normalized):
εὐεπακολούθητος
Headword (normalized/stripped):
ευεπακολουθητος
IDX:
15987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15988
Key:
εὐεπακολούθητος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-επακολούθητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-επακολούθητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐπακολουθέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a method of reasoning</Indic><Tr>easy to follow</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐεπακολούθητος'}