Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐεκτικός
εὐέλεγκτος
εὔελπις
εὐελπιστίᾱ
εὐέμβολος
εὐεξάλειπτος
εὐεξαπάτητος
εὐεξέλεγκτος
εὐεξίᾱ
εὐέξοδος
εὐεπαγωγός
εὐεπακολούθητος
εὐέπεια
εὐεπής
εὐεπιβουλευτότερος
εὐεπίθετος
εὐεπίληπτος
εὐεργεσίᾱ
εὐεργετέω
εὐεργέτημα
εὐεργέτης
View word page
εὐ-επαγωγός
εὐ-επαγωγόςόνadjeasily brought overready to deferw. πρός + acc.to a decisionPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐεπαγωγός
Headword (normalized):
εὐεπαγωγός
Headword (normalized/stripped):
ευεπαγωγος
IDX:
15986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15987
Key:
εὐεπαγωγός

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-επαγωγός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-επαγωγός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Def>easily brought over</Def><Tr>ready to defer<Expl><GLbl>w. <Ref>πρός</Ref> + acc.</GLbl>to a decision</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐεπαγωγός'}