Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐείμων
εὔειρος
εὐέκτης
εὐεκτικός
εὐέλεγκτος
εὔελπις
εὐελπιστίᾱ
εὐέμβολος
εὐεξάλειπτος
εὐεξαπάτητος
εὐεξέλεγκτος
εὐεξίᾱ
εὐέξοδος
εὐεπαγωγός
εὐεπακολούθητος
εὐέπεια
εὐεπής
εὐεπιβουλευτότερος
εὐεπίθετος
εὐεπίληπτος
εὐεργεσίᾱ
View word page
εὐ-εξέλεγκτος
εὐ-εξέλεγκτοςονadjἐξελέγχω of argumentseasily refutedPl.

ShortDef

easy to refute

Debugging

Headword:
εὐεξέλεγκτος
Headword (normalized):
εὐεξέλεγκτος
Headword (normalized/stripped):
ευεξελεγκτος
IDX:
15983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15984
Key:
εὐεξέλεγκτος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-εξέλεγκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-εξέλεγκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐξελέγχω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of arguments</Indic><Tr>easily refuted</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐεξέλεγκτος'}