Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐέθειρα
εὐειδής
εὐείμων
εὔειρος
εὐέκτης
εὐεκτικός
εὐέλεγκτος
εὔελπις
εὐελπιστίᾱ
εὐέμβολος
εὐεξάλειπτος
εὐεξαπάτητος
εὐεξέλεγκτος
εὐεξίᾱ
εὐέξοδος
εὐεπαγωγός
εὐεπακολούθητος
εὐέπεια
εὐεπής
εὐεπιβουλευτότερος
εὐεπίθετος
View word page
εὐ-εξάλειπτος
εὐ-εξάλειπτοςονadjἐξαλείφω of a name, in neg.phr.easily erasedfr. a listX.

ShortDef

easy to wipe out

Debugging

Headword:
εὐεξάλειπτος
Headword (normalized):
εὐεξάλειπτος
Headword (normalized/stripped):
ευεξαλειπτος
IDX:
15981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15982
Key:
εὐεξάλειπτος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-εξάλειπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-εξάλειπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐξαλείφω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a name, in neg.phr.</Indic><Tr>easily erased<Expl>fr. a list</Expl></Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐεξάλειπτος'}