Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὔεδρος
εὐέθειρα
εὐειδής
εὐείμων
εὔειρος
εὐέκτης
εὐεκτικός
εὐέλεγκτος
εὔελπις
εὐελπιστίᾱ
εὐέμβολος
εὐεξάλειπτος
εὐεξαπάτητος
εὐεξέλεγκτος
εὐεξίᾱ
εὐέξοδος
εὐεπαγωγός
εὐεπακολούθητος
εὐέπεια
εὐεπής
εὐεπιβουλευτότερος
View word page
εὐ-έμβολος
εὐ-έμβολοςονadjἐμβάλλω of a countryeasy to invadeArist.

ShortDef

exposed to invasion

Debugging

Headword:
εὐέμβολος
Headword (normalized):
εὐέμβολος
Headword (normalized/stripped):
ευεμβολος
IDX:
15980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15981
Key:
εὐέμβολος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-έμβολος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-έμβολος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐμβάλλω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a country</Indic><Tr>easy to invade</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐέμβολος'}