Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐεγχής
εὔεδρος
εὐέθειρα
εὐειδής
εὐείμων
εὔειρος
εὐέκτης
εὐεκτικός
εὐέλεγκτος
εὔελπις
εὐελπιστίᾱ
εὐέμβολος
εὐεξάλειπτος
εὐεξαπάτητος
εὐεξέλεγκτος
εὐεξίᾱ
εὐέξοδος
εὐεπαγωγός
εὐεπακολούθητος
εὐέπεια
εὐεπής
View word page
εὐελπιστίᾱ
εὐελπιστίᾱᾱςfhopefulness, optimismPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐελπιστίᾱ
Headword (normalized):
εὐελπιστίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ευελπιστια
IDX:
15979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15980
Key:
εὐελπιστίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>εὐελπιστίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>εὐελπιστίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Tr>hopefulness, optimism</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'εὐελπιστίᾱ'}