Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὕδω
εὐέανος
εὐεγχής
εὔεδρος
εὐέθειρα
εὐειδής
εὐείμων
εὔειρος
εὐέκτης
εὐεκτικός
εὐέλεγκτος
εὔελπις
εὐελπιστίᾱ
εὐέμβολος
εὐεξάλειπτος
εὐεξαπάτητος
εὐεξέλεγκτος
εὐεξίᾱ
εὐέξοδος
εὐεπαγωγός
εὐεπακολούθητος
View word page
εὐ-έλεγκτος
εὐ-έλεγκτοςονadjἐλέγχω of a person, an argumenteasily refutedPl. Arist.of claimseasily testedPl.

ShortDef

easy to refute: easy to test

Debugging

Headword:
εὐέλεγκτος
Headword (normalized):
εὐέλεγκτος
Headword (normalized/stripped):
ευελεγκτος
IDX:
15977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15978
Key:
εὐέλεγκτος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-έλεγκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-έλεγκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐλέγχω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person, an argument</Indic><Tr>easily refuted</Tr><Au>Pl. Arist.</Au></aS1><aS1><Indic>of claims</Indic><Tr>easily tested</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐέλεγκτος'}