Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐδρομέω
εὔδροσος
εὕδω
εὐέανος
εὐεγχής
εὔεδρος
εὐέθειρα
εὐειδής
εὐείμων
εὔειρος
εὐέκτης
εὐεκτικός
εὐέλεγκτος
εὔελπις
εὐελπιστίᾱ
εὐέμβολος
εὐεξάλειπτος
εὐεξαπάτητος
εὐεξέλεγκτος
εὐεξίᾱ
εὐέξοδος
View word page
εὐ-έκτης
εὐ-έκτηςουmasc.adjἕξις of personsin good physical conditionPlb.

ShortDef

of a good habit of body

Debugging

Headword:
εὐέκτης
Headword (normalized):
εὐέκτης
Headword (normalized/stripped):
ευεκτης
IDX:
15975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15976
Key:
εὐέκτης

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-έκτης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-έκτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>masc.adj</PS><Ety><Ref>ἕξις</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>in good physical condition</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐέκτης'}