Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὔδοξος
εὐδρακής
εὐδρομέω
εὔδροσος
εὕδω
εὐέανος
εὐεγχής
εὔεδρος
εὐέθειρα
εὐειδής
εὐείμων
εὔειρος
εὐέκτης
εὐεκτικός
εὐέλεγκτος
εὔελπις
εὐελπιστίᾱ
εὐέμβολος
εὐεξάλειπτος
εὐεξαπάτητος
εὐεξέλεγκτος
View word page
εὐ-είμων
εὐ-είμωνονgen.ονοςadjεἷμα of womenbeautifully robedA.

ShortDef

well-robed

Debugging

Headword:
εὐείμων
Headword (normalized):
εὐείμων
Headword (normalized/stripped):
ευειμων
IDX:
15973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15974
Key:
εὐείμων

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-είμων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-είμων</HL><Infl>ον</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>ονος</FmInfl></VInfl><PS>adj</PS><Ety><Ref>εἷμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of women</Indic><Tr>beautifully robed</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐείμων'}