Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐδοξέω
εὐδοξίᾱ
εὔδοξος
εὐδρακής
εὐδρομέω
εὔδροσος
εὕδω
εὐέανος
εὐεγχής
εὔεδρος
εὐέθειρα
εὐειδής
εὐείμων
εὔειρος
εὐέκτης
εὐεκτικός
εὐέλεγκτος
εὔελπις
εὐελπιστίᾱ
εὐέμβολος
εὐεξάλειπτος
View word page
εὐ-έθειρα
εὐ-έθειραηςIon.fem.adj of a girlwith lovely hairAnacr.

ShortDef

beautiful-haired

Debugging

Headword:
εὐέθειρα
Headword (normalized):
εὐέθειρα
Headword (normalized/stripped):
ευεθειρα
IDX:
15971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15972
Key:
εὐέθειρα

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-έθειρα</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-έθειρα</HL><Infl>ης</Infl><PS>Ion.fem.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a girl</Indic><Tr>with lovely hair</Tr><Au>Anacr.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐέθειρα'}