Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀδιάλλακτος
ἀδιάλυτος
ἀδιανόητος
ἀδίαντος
ἀδιάπαυστος
ἀδιάπλαστος
ἀδιάπτωτος
ἀδιάσπαστος
ἀδιάφθαρτος
ἀδιάφθορος
ἀδιαφορέω
ἀδιάφορος
ἀδιαχώριστος
ἀτλητέω
ἄτλητος
ἀτμήν
ἄτμητος
ἀτμίζω
ἀτμίς
ἀτμός
ἄτοιχος
View word page
ἀδιαφορέω
ἀδιαφορέωcontr.vbἀδιάφορος be indifferentover an issuePlb.

ShortDef

to be indifferent

Debugging

Headword:
ἀδιαφορέω
Headword (normalized):
ἀδιαφορέω
Headword (normalized/stripped):
αδιαφορεω
IDX:
1596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1597
Key:
ἀδιαφορέω

Data

{'headword_display': '<b>ἀδιαφορέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀδιαφορέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ἀδιάφορος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>be indifferent<Expl>over an issue</Expl></Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀδιαφορέω'}