Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐδοκίμησις
εὐδοκιμίᾱ
εὐδόκιμος
εὐδοξέω
εὐδοξίᾱ
εὔδοξος
εὐδρακής
εὐδρομέω
εὔδροσος
εὕδω
εὐέανος
εὐεγχής
εὔεδρος
εὐέθειρα
εὐειδής
εὐείμων
εὔειρος
εὐέκτης
εὐεκτικός
εὐέλεγκτος
εὔελπις
View word page
εὐ-έανος
εὐ-έανοςονadjἑανός of a goddessbeautifully robedMosch.

ShortDef

richly-robed

Debugging

Headword:
εὐέανος
Headword (normalized):
εὐέανος
Headword (normalized/stripped):
ευεανος
IDX:
15968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15969
Key:
εὐέανος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-έανος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-έανος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἑανός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a goddess</Indic><Tr>beautifully robed</Tr><Au>Mosch.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐέανος'}