Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐδιάφθαρτος
εὐδιάφθορος
εὐδιάω
εὐδιεινός
εὐδιήγητος
εὐδικίη
εὔδιος
εὔδμητος
εὐδοκέω
εὐδόκησις
εὐδοκίᾱ
εὐδοκιμέω
εὐδοκίμησις
εὐδοκιμίᾱ
εὐδόκιμος
εὐδοξέω
εὐδοξίᾱ
εὔδοξος
εὐδρακής
εὐδρομέω
εὔδροσος
View word page
εὐδοκίᾱ
εὐδοκίᾱᾱςfgoodwill, favourof God, personsNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐδοκίᾱ
Headword (normalized):
εὐδοκίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ευδοκια
IDX:
15956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15957
Key:
εὐδοκίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>εὐδοκίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>εὐδοκίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Tr>goodwill, favour<Expl>of God, persons</Expl></Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'εὐδοκίᾱ'}