Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀδιάκριτος
ἀδιαλείπτως
ἀδιάλλακτος
ἀδιάλυτος
ἀδιανόητος
ἀδίαντος
ἀδιάπαυστος
ἀδιάπλαστος
ἀδιάπτωτος
ἀδιάσπαστος
ἀδιάφθαρτος
ἀδιάφθορος
ἀδιαφορέω
ἀδιάφορος
ἀδιαχώριστος
ἀτλητέω
ἄτλητος
ἀτμήν
ἄτμητος
ἀτμίζω
ἀτμίς
View word page
ἀ-διάφθαρτος
ἀ-διάφθαρτοςονadjδιαφθείρω of a personuncorruptedPl. incorruptiblePl.

ShortDef

not affected by decay

Debugging

Headword:
ἀδιάφθαρτος
Headword (normalized):
ἀδιάφθαρτος
Headword (normalized/stripped):
αδιαφθαρτος
IDX:
1594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1595
Key:
ἀδιάφθαρτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-διάφθαρτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-διάφθαρτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>διαφθείρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>uncorrupted</Tr><Au>Pl.</Au></aS1> <aS1><Tr>incorruptible</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀδιάφθαρτος'}