Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐδιᾱεριαυρινήχετος
εὐδιαίτερος
εὐδίαιτος
εὐδιάκοπος
εὐδιακόσμητος
εὐδιαλλάκτως
εὐδιάλυτος
εὐδιᾱνός
εὐδιάσπαστος
εὐδιάφθαρτος
εὐδιάφθορος
εὐδιάω
εὐδιεινός
εὐδιήγητος
εὐδικίη
εὔδιος
εὔδμητος
εὐδοκέω
εὐδόκησις
εὐδοκίᾱ
εὐδοκιμέω
View word page
εὐ-διάφθορος
εὐ-διάφθοροςονadjof personseasily corruptedArist.of oligarchyeasily destroyedArist.

ShortDef

easily destroyed

Debugging

Headword:
εὐδιάφθορος
Headword (normalized):
εὐδιάφθορος
Headword (normalized/stripped):
ευδιαφθορος
IDX:
15947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15948
Key:
εὐδιάφθορος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-διάφθορος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-διάφθορος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>easily corrupted</Tr><Au>Arist.</Au></aS1><aS1><Indic>of oligarchy</Indic><Tr>easily destroyed</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐδιάφθορος'}