Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐδιάβολος
εὐδιᾱεριαυρινήχετος
εὐδιαίτερος
εὐδίαιτος
εὐδιάκοπος
εὐδιακόσμητος
εὐδιαλλάκτως
εὐδιάλυτος
εὐδιᾱνός
εὐδιάσπαστος
εὐδιάφθαρτος
εὐδιάφθορος
εὐδιάω
εὐδιεινός
εὐδιήγητος
εὐδικίη
εὔδιος
εὔδμητος
εὐδοκέω
εὐδόκησις
εὐδοκίᾱ
View word page
εὐ-διάφθαρτος
εὐ-διάφθαρτοςονadjδιαφθείρω of watereasily pollutedPl.

ShortDef

easily spoiled

Debugging

Headword:
εὐδιάφθαρτος
Headword (normalized):
εὐδιάφθαρτος
Headword (normalized/stripped):
ευδιαφθαρτος
IDX:
15946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15947
Key:
εὐδιάφθαρτος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-διάφθαρτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-διάφθαρτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>διαφθείρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of water</Indic><Tr>easily polluted</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐδιάφθαρτος'}