Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐδιάβλητος
εὐδιάβολος
εὐδιᾱεριαυρινήχετος
εὐδιαίτερος
εὐδίαιτος
εὐδιάκοπος
εὐδιακόσμητος
εὐδιαλλάκτως
εὐδιάλυτος
εὐδιᾱνός
εὐδιάσπαστος
εὐδιάφθαρτος
εὐδιάφθορος
εὐδιάω
εὐδιεινός
εὐδιήγητος
εὐδικίη
εὔδιος
εὔδμητος
εὐδοκέω
εὐδόκησις
View word page
εὐ-διάσπαστος
εὐ-διάσπαστοςονadjδιασπάω of a stakeeasily wrenched out of placePlb.

ShortDef

easily torn asunder

Debugging

Headword:
εὐδιάσπαστος
Headword (normalized):
εὐδιάσπαστος
Headword (normalized/stripped):
ευδιασπαστος
IDX:
15945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15946
Key:
εὐδιάσπαστος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-διάσπαστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-διάσπαστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>διασπάω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a stake</Indic><Tr>easily wrenched out of place</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐδιάσπαστος'}