Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐδερκής
εὔδηλος
εὐδήμων
εὐδίᾱ
εὐδιάβατος
εὐδιάβλητος
εὐδιάβολος
εὐδιᾱεριαυρινήχετος
εὐδιαίτερος
εὐδίαιτος
εὐδιάκοπος
εὐδιακόσμητος
εὐδιαλλάκτως
εὐδιάλυτος
εὐδιᾱνός
εὐδιάσπαστος
εὐδιάφθαρτος
εὐδιάφθορος
εὐδιάω
εὐδιεινός
εὐδιήγητος
View word page
εὐ-διάκοπος
εὐ-διάκοποςalsoεὐδιάκοπτοςονadjδιακόπτω of cables, snoweasy to cut throughPlb.

ShortDef

easy to cut through

Debugging

Headword:
εὐδιάκοπος
Headword (normalized):
εὐδιάκοπος
Headword (normalized/stripped):
ευδιακοπος
IDX:
15940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-15941
Key:
εὐδιάκοπος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-διάκοπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-διάκοπος<VL><Lbl>also</Lbl><FmHL>εὐδιάκοπτος</FmHL></VL></HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>διακόπτω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of cables, snow</Indic><Tr>easy to cut through</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐδιάκοπος'}